- πατησμός
- πατ-ησμός, ὁ,A treading on, trampling,
εἱμάτων A.Ag.963
.II threshing of corn, PFlor.388.7 (ii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εἱμάτων A.Ag.963
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πατησμός — ὁ, Α 1. η πράξη τού πατῶ, η καταπάτηση με τα πόδια, το πάτημα κάποιου πράγματος 2. το αλώνισμα τού σιταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πατησ τού αορ. τού πατῶ + κατάλ. μός, κατά τα ουσ. σε ισμός (< ρ. σε ίζω), πρβλ. κροτ ησμός, λοιδορ ησμός, ναυαγ… … Dictionary of Greek
πατησμόν — πατησμός treading on masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)